- ἀζηχές
- ἀζηχήςcontinuousmasc/fem voc sgἀζηχήςcontinuousneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αζηχής — ἀζηχής, ές (Α) 1. ακατάπαυστος, αδιάκοπος, συνεχής 2. υπερβολικός 3. τραχύς, σκληρός 4. (το ουδέτερο ως επίρρημα) τὸ ἀζηχές διαρκώς, συνεχώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀζαεχὴς < ἀ αθροιστικό + δια εχὴς (< ἔχω πρβλ. συνεχής), με τροπή τού φωνητικού… … Dictionary of Greek